Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Ο μεγαλύτερος μου φόβος


 Είναι ο εξής. Η ερμηνεία που θα αφήσει το μεγαλύτερο αντίκτυπο αν ερμηνευτεί με άλλο τρόπο από αυτόν που προοριζόταν. Αναφέρομαι στην εξής φράση του Άλμπερτ Αϊνστάιν : 

"Φοβάμαι την ημέρα που η τεχνολογία θα νικήσει την ανθρωπιά. Τότε ο κόσμος θα έχει μόνο μιά γενιά, από ηλίθιους"

 Το αν είμαστε, οι άνθρωποι, ηλίθιοι στην πλειοψηφία μας, μας το απαντά μία θέα έξω απ'το παράθυρο, όσοι ζούμε ακόμα σε σπίτια.

 Θεωρούμε πως ζούμε, μα κυριολεκτικά απλώς επιβιώνουμε και συντηρούμαστε "στον πάγο".

 Άνθρωπος και ρομπότ. Ο άνθρωπος σκέφτεται, σχεδιάζει και δημιουργεί το ρομποτ το οποίο εκτελεί τις εντολές του ανθρώπου. Ένα κρύο παγωμένο μηχάνημα ανίκανο να αισθανθεί.

 Άνθρωπος/ρομπότ λοιπόν είναι ο άνθρωπος που λειτουργεί παρομοίως δίχως όμως να είναι φτιαγμένος από μέταλο. Εντολές που δέχεται από άλλον ή που έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του και η συνεχής εκτέλεση τους έγινε πλέον ασυνείδητη συνήθεια.

 Το να λειτουργούμε σαν ρομποτ και να θεωρούμε πως είμαστε άνθρωποι ήταν ο φόβος μου. Και λέω "ήταν" γιατί πλέον δεν είναι, καθώς το ζω, το επιβεβαιώνω και το καταπολεμώ.

 Θαρρούμε πως αισθανόμαστε. Μα όχι. Απλά νιώθουμε κυκλοθυμικά, όπως λειτουργεί το ξυπνητήρι, ανά ώρες την ανάγκη να αισθανθούμε. Πως ζούμε, πως είμαστε αληθινοί, πως είμαστε άνθρωποι και πως έχουμε συνείδηση. Των σκέψεων μας, των πράξεων μας, των αισθημάτων μας.

 Μα όχι. Πλέον δε νιώθουμε το κρύο. Τη στιγμή εκείνη που ξεκινάμε να αισθανόμαστε, ξεκινάμε επίσης κι απωθούμε, κλειδώνουμε μέσα βαθιά στην αποθήκη του νου μας καθετί μας προκαλεί έντονη ανάγκη για εκτόνωση. Είτε αγάπη, είτε μίσος. Φοβόμαστε τις συνέπειες. Τι θα πει ο κόσμος, την άρνηση.

 Δημιουργήσαμε ρέπλικες ανθρώπων, δε θα ήμασταν ικανοί να δημιουργήσουμε ρέπλικες αισθημάτων? Αγάπη κι εμμονή, μίσος κι απλή οργή, πάθος και (αυτό)αναγκαστική ηδονή.

 Έχουμε μικρές εκρήξεις, που ούτε καν πλησιάζουν όμως την κλιμάκωση της γνήσιας εκτόνωσης ενός αληθινού συναισθήματος.

 Δακρύζουμε γιά αυτό που χάνουμε, μα δε ψάχνουμε να το ξαναβρούμε, αλλού ίσως.
Φωνάζουμε που μας ξεχνάνε, μα δε κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μας θυμούνται.
Πονάμε και παραπονιόμαστε που πονάμε, όχι που δε το αντέχουμε πιο πολύ.

Κάνουμε διαδικτυακούς καβγάδες περί της δικαιοσύνης και της ισότητας αγαθών και ποιότητας ζωής, απ'το σπίτι μας, στον υπολογιστή μας, απ'τον καναπέ μας, με γεμάτα στομάχια κι ακόμα πιο γεμάτες τσέπες και ντουλάπες με ένδυση κι υπόδηση.

 Παίρνουμε θέση για τη λωρίδα της Γάζας, απ'την (ασφαλή) γειτονιά μας. 
Κάνουμε πορείες διαμαρτυρίας έξω από τη βουλή κι από ταβέρνες (βλ. τον δολοφόνο της Μάγκυ στην Εύβοια).

 Μα ποτέ, ποτέ, δε κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να μην υπάρχουν βουλευτές σαν αυτούς στους οποίους (μάταια) διαμαρτυρόμαστε και ψηφοφόροι που τους αναδεικνύουν. Ποτέ μας, ποτέ, δε σκοτώνουμε οι ίδιοι παραδειγματικά τον ταβερνιάρη δολοφόνο κυριολεκτικά κρεμασμένο ανάποδα στην πλατεία με τ'άντερα όξω και μεταφορικά μέσα μας το ενδεχόμενο να τον εκτρέφουμε σιωπηλά.


 Είναι που μας κατακλύζει η οργή. Μα με λίγο φαγάκι κι έναν ύπνο, με ένα ποτό κι ένα γκομενάκι, μ'ένα μπάφο κι ένα γλυκάκι, με μία μπάλα κι ό,τι άλλο θες, μιά χαρά η οργή αυτή γίνεται ανάμνηση. Κι η αδράνεια πρωταγωνιστής στην παράσταση που δίνεται μέσα μας και λέγεται... Αισθάνομαι και θέλω να εκτονώσω αυτό το συναίσθημα που λέω πως με τρώει εσωτερικά λίγο-λίγο.

 Δε προτείνω λύση. Δε διατυπώνω γεγονότα. Διατυπώνω μία ερμηνεία για τις (λανθασμένες?) ερμηνείες που δίνουμε σε αυτά τα οποία αποκαλούμε γεγονότα. Με νιώθεις?

Παύλος - vlospa kasbe

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου